- μηκοποιώ
- μηκοποιῶ, -έω (Μ)καθιστώ κάτι μακρό, μηκύνω, εκτείνω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆκος + -ποιῶ (< -ποιός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek